ἐρρητόρευε

ἐρρητόρευε
ῥητορεύω
to be a public speaker
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρητορεύω — ῥητορεύω ΝΑ [ῥήτωρ, ορος] είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο νεοελλ. είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα τού λέγειν αρχ. 1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.) 2. παθ. ῥητορεύομαι (για λόγο) εκφωνούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”